- αναίδεια
- ηαδιαντροπιά, θρασύτητα: Η αναίδεια του παιδιού αυτού δεν έχει όρια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀναιδεία — ἀναιδείᾱ , ἀναίδεια shamelessness fem nom/voc/acc dual ἀναιδείᾱ , ἀναίδεια shamelessness fem nom/voc/acc dual (epic ionic) ἀναιδείᾱ , ἀναίδεια shamelessness fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιδείᾳ — ἀναιδείᾱͅ , ἀναίδεια shamelessness fem dat sg (attic doric aeolic) ἀναιδείᾱͅ , ἀναίδεια shamelessness fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναίδεια — shamelessness fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αναίδεια — Θεά στην αρχαία Αθήνα, προσωποποίηση της αναίδειας. Σύμφωνα με τον Θεόφραστο, οι Αθηναίοι της είχαν στήσει βωμούς, όπως και στην Ύβρι. Ο ιστορικός συγγραφέας Ίστρος αναφέρει και ναό αφιερωμένο σε αυτήν, τον οποίο είχε κατασκευάσει ο Επιμενίδης.… … Dictionary of Greek
ἀναιδείας — ἀναιδείᾱς , ἀναίδεια shamelessness fem acc pl ἀναιδείᾱς , ἀναίδεια shamelessness fem gen sg (attic doric aeolic) ἀναιδείᾱς , ἀναίδεια shamelessness fem acc pl (epic ionic) ἀναιδείᾱς , ἀναίδεια shamelessness fem gen sg (attic epic doric ionic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀναιδεία — ἀναιδείᾱ , ἀναίδεια shamelessness fem nom/voc/acc dual ἀναιδείᾱ , ἀναίδεια shamelessness fem nom/voc/acc dual (epic ionic) ἀναιδείᾱ , ἀναίδεια shamelessness fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιδείαι — ἀναιδείᾱͅ , ἀναίδεια shamelessness fem dat sg (attic doric aeolic) ἀναιδείᾱͅ , ἀναίδεια shamelessness fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναίδει' — ἀναίδεια , ἀναίδεια shamelessness fem nom/voc sg ἀναίδειαι , ἀναίδεια shamelessness fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιδείαις — ἀναίδεια shamelessness fem dat pl ἀναίδεια shamelessness fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναιδείαν — ἀναιδείᾱν , ἀναίδεια shamelessness fem acc sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)